Έκφραση για κάποιον που αργεί να ετοιμαστεί, σαν να ετοιμάζεται για να διαλέξει νύφη.
Κατηγορία: Ν
Νταβάν’:
Το έντομο ντάβανος ή βοϊδόμυγα, αλλιώς οίστρος.
Γυρουφέρν’ ιένα νταβάν’, πρόσιχι τα πιδιά μη τα τσιουμπίς κι ρικάξ’νε απ’ τούν πόνου!
Ντορός:
Ιχνη ζώου στο χιόνι ή μαλακό χώμα.
Είιδα ντορό απο λαγό ιψέ στην αυλή, κάτσι να παραφ’λάξου μπάκι τούν πιάσου τούν κιαρατά.
Ντούχνιασε, ή ντουχμάνιασε:
Χώρος δωμάτιο που είναι γεμάτο καπνό.
Ανξι τα παράθυρα ντουχμάνιασι ου τόπος απ’ τα τσ’γάρα.
Νταμ’ζάνα :
Η μεγάλη γυάλινη μπουκάλα επενδυμένη εξωτερικά με ψάθα για να μη σπάει.
Πάρε τη νταμ’ζάνα γιόμστην κρασί κι δώστη’ν στούν μπάρμπα’ς.
Νταιακώνω:
Τρώω πολύ και καλά.
Νταίκουσα για τα καλά κι τώρα θέλου να κμοιθού.
Ντάϊος:
Ο γύφτος.
Αϊ ντάϊου πάλε μι ζητάς λπτά;
Νταουσιανιά και νταουσιάνια:
Δαμασκηνιά, και δαμάσκηνο.
Μι πήρι ού ύπνους απ’ κάτ’ απ’ την νταουσιανιά κι δε κατάλαβα πώς πέρασι η ώρα!
Νάμ’το:
Δώστο μου.
Νάμ’το΄σ’λέου του μπλάρ’ να πάου να του δέσου ικίας στην αγκουρτσιά.